ωρολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωρολόγιο τα ωρολόγια
      γενική του ωρολόγιου
& ωρολογίου
των ωρολόγιων
& ωρολογίων
    αιτιατική το ωρολόγιο τα ωρολόγια
     κλητική ωρολόγιο ωρολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωρολόγιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὡρολόγιον < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική horaire ( δείτε τη λέξη ωράριο) [1]
Μορφολογικά αναλύεται σε ωρο- + -λόγιο

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ɾoˈlo.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ωρολόγιο

Ουσιαστικό

ωρολόγιο ουδέτερο

  1. πίνακας όπου αναγράφονται οι ώρες εργασίας
    ως επίθετο ωρολόγιος στην έκφραση ωρολόγιο πρόγραμμα
  2. (εκκλησιαστικός όρος) εκκλησιαστικό βιβλίο με το κείμενο για τις ακολουθίες των Ωρών
  3. (παρωχημένο) το ρολόι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ωρολόγιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.