ωοθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωοθήκη οι ωοθήκες
      γενική της ωοθήκης των ωοθηκών
    αιτιατική την ωοθήκη τις ωοθήκες
     κλητική ωοθήκη ωοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ωοθήκη σε υπερηχογράφημα

Ετυμολογία

ωοθήκη < καθαρεύουσα ὠοθήκη < ᾠόν + θήκη

Ουσιαστικό

ωοθήκη θηλυκό

  • (ανατομία) το καθένα από τα δύο γεννητικά όργανα της γυναίκας (ή των άλλων θηλυκών θηλαστικών) στο οποίο γίνεται η ωογένεση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.