ὠδίς
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ὠδῑν- | |||||
| ονομαστική | ἡ | ὠδίς | αἱ | ὠδῖνες | |
| γενική | τῆς | ὠδῖνος | τῶν | ὠδίνων | |
| δοτική | τῇ | ὠδῖνῐ | ταῖς | ὠδῖσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | ὠδῖνᾰ | τὰς | ὠδῖνᾰς | |
| κλητική ὦ! | ὠδίς | ὠδῖνες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠδῖνε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὠδίνοιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν του θέματος σε -ῑν είναι μακρό. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δελφίς' όπως «δελφίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ὠδίς, ήδη ομηρικό < πιθανόν ὠδ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος όπως στο ρήμα έδω (τρώω}} με επίθημα -ιν-. Αν ισχύει αυτό, τότε το ὀδύνη είναι ομόρριζο (όπως ο πόνος, η οδύνη «κατατρώει» τον άνθρωπο) [1]
Ουσιαστικό
ὠδίς θηλυκό
- οι ωδίνες, δηλαδή οι πόνοι του τοκετού, το κοιλοπόνημα
- ↪ γυνὴ φεύγει πικρὰν ὠδῖνα παίδων → χρειάζεται παράθεμα
- το ίδιο το παιδί ή ό,τι γεννιέται, ακόμα και το αυγό του πουλιού
- ↪ παῖδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῖνα (πολυαγαπημένο μου παιδί, γέννημα του πόνου μου)
- (μεταφορικά) ο βαθύς έντονος πόνος
- ↪ κεῖνος δ᾽ ὅπου βέβηκεν οὐδεὶς οἶδε: πλὴν ἐμοὶ πικρὰς ὠδῖνας αὐτοῦ προσβαλὼν ἀποίχεται
- κανείς δεν ξέρει πού πήγε (ο Ηρακλής): εκείνο που ξέρω είναι οι πικροί πόνοι που μου προξένησε η απουσία του
- ↪ κεῖνος δ᾽ ὅπου βέβηκεν οὐδεὶς οἶδε: πλὴν ἐμοὶ πικρὰς ὠδῖνας αὐτοῦ προσβαλὼν ἀποίχεται
- (μεταφορικά) ο καρπός μιας επίπονης και σοβαρής δουλειάς, που μοιάζει με τη γέννα
- ↪ λόγων ὠδῖνες (για τη λογοτεχνία)
- πόνοι θανάτου (έννοια που δόθηκε κατά τα χριστιανικά χρόνια κατά λάθος, όταν μετέφραζαν το ελληνικό κείμενο στα λατινικά, εξαιτίας, σύμφωνα με τους Liddell και Scott της σύγχυσης με δύο παρεμφερείς εβραϊκές λέξεις, την ěbel και ēbel )
- ὠδίν (μεταγενέστερος τύπος)
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
- «ωδίνες» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ὠδίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠδίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.