ψῦξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψῦξῐς αἱ ψύξεις
      γενική τῆς ψύξεως τῶν ψύξεων
      δοτική τῇ ψύξει ταῖς ψύξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ψῦξῐν τὰς ψύξεις
     κλητική ! ψῦξῐ ψύξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψύξει
γεν-δοτ τοῖν  ψυξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψῦξις < (ψύχω) ψυξ- + -ις

Ουσιαστικό

ψῦξις-ψύξεως

  • μέσο ψύξης, τρόπος ή μέσο για να ψύχεται κάτι
    χιόνος ἢ ἄλλης ψύξιος

Σύνθετα

  • ἀνάψυξις
  • διάψυξις
  • ἔκψυξις
  • ἔμψυξις
  • ἐπίψυξις
  • κατάψυξις
  • μετάψυξις
  • περίψυξις

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ψύχω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.