ψῦξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ψῦξῐς | αἱ | ψύξεις |
| γενική | τῆς | ψύξεως | τῶν | ψύξεων |
| δοτική | τῇ | ψύξει | ταῖς | ψύξεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ψῦξῐν | τὰς | ψύξεις |
| κλητική ὦ! | ψῦξῐ | ψύξεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψύξει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψυξέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Σύνθετα
- ἀνάψυξις
- διάψυξις
- ἔκψυξις
- ἔμψυξις
- ἐπίψυξις
- κατάψυξις
- μετάψυξις
- περίψυξις
Πηγές
- ψῦξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψῦξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.