ψύξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ψύξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψύχω
  2. θα ψύξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψύχω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ψύξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψύξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.