ψωροπερήφανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψωροπερήφανος | η | ψωροπερήφανη | το | ψωροπερήφανο |
| γενική | του | ψωροπερήφανου | της | ψωροπερήφανης | του | ψωροπερήφανου |
| αιτιατική | τον | ψωροπερήφανο | την | ψωροπερήφανη | το | ψωροπερήφανο |
| κλητική | ψωροπερήφανε | ψωροπερήφανη | ψωροπερήφανο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψωροπερήφανοι | οι | ψωροπερήφανες | τα | ψωροπερήφανα |
| γενική | των | ψωροπερήφανων | των | ψωροπερήφανων | των | ψωροπερήφανων |
| αιτιατική | τους | ψωροπερήφανους | τις | ψωροπερήφανες | τα | ψωροπερήφανα |
| κλητική | ψωροπερήφανοι | ψωροπερήφανες | ψωροπερήφανα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψωροπερήφανος < ψώρα + περήφανος <υπερήφανος
Επίθετο
ψωροπερήφανος, -η, -ο,
- για κάποιον φτωχό που όμως υπερηφανεύεται
- αφού δεν έχεις να φας, τι την θες την BMW ρε ψωροπερήφανε;
Μεταφράσεις
ψωροπερήφανος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.