ψωροπερήφανος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψωροπερήφανος η ψωροπερήφανη το ψωροπερήφανο
      γενική του ψωροπερήφανου της ψωροπερήφανης του ψωροπερήφανου
    αιτιατική τον ψωροπερήφανο την ψωροπερήφανη το ψωροπερήφανο
     κλητική ψωροπερήφανε ψωροπερήφανη ψωροπερήφανο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψωροπερήφανοι οι ψωροπερήφανες τα ψωροπερήφανα
      γενική των ψωροπερήφανων των ψωροπερήφανων των ψωροπερήφανων
    αιτιατική τους ψωροπερήφανους τις ψωροπερήφανες τα ψωροπερήφανα
     κλητική ψωροπερήφανοι ψωροπερήφανες ψωροπερήφανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψωροπερήφανος < ψώρα + περήφανος <υπερήφανος

Επίθετο

ψωροπερήφανος, -η, -ο,

  1. για κάποιον φτωχό που όμως υπερηφανεύεται
    αφού δεν έχεις να φας, τι την θες την BMW ρε ψωροπερήφανε;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.