ψωροπερήφανα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψωροπερήφανα < ψωροπερήφανος
Επίρρημα
- με ψωροπερήφανο τρόπο, όταν συμπεριφέρεται κάποιος με ψωροπερηφάνια
- κάποτε είχε λεφτά, αλλά τώρα του έμεινε η περηφάνια και φέρεται ψωροπερήφανα
Μεταφράσεις
ψωροπερήφανα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.