ψωμοφάγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψωμοφάγος η ψωμοφάγος
& ψωμοφάγα
το ψωμοφάγο
      γενική του ψωμοφάγου της ψωμοφάγου
& ψωμοφάγας
του ψωμοφάγου
    αιτιατική τον ψωμοφάγο την ψωμοφάγο
& ψωμοφάγα
το ψωμοφάγο
     κλητική ψωμοφάγε ψωμοφάγε
& ψωμοφάγα
ψωμοφάγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψωμοφάγοι οι ψωμοφάγοι
& ψωμοφάγες
τα ψωμοφάγα
      γενική των ψωμοφάγων των ψωμοφάγων των ψωμοφάγων
    αιτιατική τους ψωμοφάγους τις ψωμοφάγους
& ψωμοφάγες
τα ψωμοφάγα
     κλητική ψωμοφάγοι ψωμοφάγοι
& ψωμοφάγες
ψωμοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψωμοφάγος < ψωμ(ί) + -ο- + -φάγος

Επίθετο

ψωμοφάγος, -α/-ος, -ο

  • αυτός που τρώει πάρα πολύ ψωμί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.