ψωμάδαινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψωμάδαινα | οι | ψωμάδαινες |
| γενική | της | ψωμάδαινας | των | ψωμαδαινών |
| αιτιατική | την | ψωμάδαινα | τις | ψωμάδαινες |
| κλητική | ψωμάδαινα | ψωμάδαινες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /psoˈma.ðe.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψω‐μά‐δαι‐να
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ψωμάδαινα
|
Αναφορές
- -αινα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.