ψωμάδαινα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψωμάδαινα οι ψωμάδαινες
      γενική της ψωμάδαινας των ψωμαδαινών
    αιτιατική την ψωμάδαινα τις ψωμάδαινες
     κλητική ψωμάδαινα ψωμάδαινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψωμάδαινα < ψωμάς, ψωμάδ(ες) + θηλυκή κατάληξη -αινα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /psoˈma.ðe.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψωμάδαινα

Ουσιαστικό

ψωμάδαινα θηλυκό

  1. (επάγγελμα) η ιδιοκτήτρια ψωμάδικου
  2. η σύζυγος του ψωμά

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.