ψυχαναλυτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχαναλυτικός η ψυχαναλυτική το ψυχαναλυτικό
      γενική του ψυχαναλυτικού της ψυχαναλυτικής του ψυχαναλυτικού
    αιτιατική τον ψυχαναλυτικό την ψυχαναλυτική το ψυχαναλυτικό
     κλητική ψυχαναλυτικέ ψυχαναλυτική ψυχαναλυτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχαναλυτικοί οι ψυχαναλυτικές τα ψυχαναλυτικά
      γενική των ψυχαναλυτικών των ψυχαναλυτικών των ψυχαναλυτικών
    αιτιατική τους ψυχαναλυτικούς τις ψυχαναλυτικές τα ψυχαναλυτικά
     κλητική ψυχαναλυτικοί ψυχαναλυτικές ψυχαναλυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψυχαναλυτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ψυχαναλυτικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.