ψυκτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψυκτήρας οι ψυκτήρες
      γενική του ψυκτήρα των ψυκτήρων
    αιτιατική τον ψυκτήρα τους ψυκτήρες
     κλητική ψυκτήρα ψυκτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυκτήρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψυκτήρ, από την αιτιατική ψυκτήρα < ψύχω

Ουσιαστικό

ψυκτήρας αρσενικό

  1. συσκευή που τοποθετείται σε πολυσύχναστους χώρους και χρησιμοποιείται για να παρέχει παγωμένο νερό
  2. ψυκτικός θάλαμος
  3. (αρχαιολογία, κεραμική)  δείτε τη λέξη ψυκτήρ

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ψύχω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.