ψυκτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψυκτήρας | οι | ψυκτήρες |
| γενική | του | ψυκτήρα | των | ψυκτήρων |
| αιτιατική | τον | ψυκτήρα | τους | ψυκτήρες |
| κλητική | ψυκτήρα | ψυκτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψυκτήρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψυκτήρ, από την αιτιατική ψυκτήρα < ψύχω
Ουσιαστικό
ψυκτήρας αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψύχω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.