ψυκτήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψυκτήρ οἱ ψυκτῆρες
      γενική τοῦ ψυκτῆρος τῶν ψυκτήρων
      δοτική τῷ ψυκτῆρ τοῖς ψυκτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ψυκτῆρ τοὺς ψυκτῆρᾰς
     κλητική ! ψυκτήρ ψυκτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψυκτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  ψυκτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυκτήρ < (ψύχω) ψυκ- + -τήρ[1]
Μελανόμορφος ψυκτήρ (ψυκτήρας).

Ουσιαστικό

ψυκτήρ αρσενικό

  • (κεραμική) ψυκτήρας, αγγείο με σχήμα μανιταριού για το πάγωμα υγρού, όπως κρασιού
    ψυκτῆρες γάλακτος

Παράγωγα

  • ψυκτηρίσκος (υποκοριστικό)

Σύνθετα

  • ἀναψυκτήρ
  • οἰνιψυκτήρ
  • οἰνοψυκτήρ

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ψύχω στο θέμα ψυκτ-

Αναφορές

  1. «ψύχω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.