ψυκτήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ψυκτήρ | οἱ | ψυκτῆρες |
| γενική | τοῦ | ψυκτῆρος | τῶν | ψυκτήρων |
| δοτική | τῷ | ψυκτῆρῐ | τοῖς | ψυκτῆρσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | ψυκτῆρᾰ | τοὺς | ψυκτῆρᾰς |
| κλητική ὦ! | ψυκτήρ | ψυκτῆρες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψυκτῆρε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψυκτήροιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψυκτήρ αρσενικό
- (κεραμική) ψυκτήρας, αγγείο με σχήμα μανιταριού για το πάγωμα υγρού, όπως κρασιού
- ↪ ψυκτῆρες γάλακτος
Παράγωγα
- ψυκτηρίσκος (υποκοριστικό)
Σύνθετα
- ἀναψυκτήρ
- οἰνιψυκτήρ
- οἰνοψυκτήρ
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη ψύχω στο θέμα ψυκτ-
Αναφορές
- «ψύχω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ψυκτήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψυκτήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
