Ψιττακόσαυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ψιττακόσαυρος οι Ψιττακόσαυροι
      γενική του Ψιττακόσαυρου
& Ψιττακοσαύρου
των Ψιττακόσαυρων
& Ψιττακοσαύρων
    αιτιατική τον Ψιττακόσαυρο τους Ψιττακόσαυρους
& Ψιττακοσαύρους
     κλητική Ψιττακόσαυρε Ψιττακόσαυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ψιττακόσαυρος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Psittacosaurus < αρχαία ελληνική ψιττακός (παπαγάλος) + -σαυρος

Προφορά

ΔΦΑ : /psi.taˈko.sa.vɾos/

Κύριο όνομα

Ψιττακόσαυρος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.