Κρητιδική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κρητιδική | ||
| γενική | της | Κρητιδικής | ||
| αιτιατική | την | Κρητιδική | ||
| κλητική | Κρητιδική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κρητιδική < κρητίδ(α) + -ική < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική Cretaceous < λατινική creta (κιμωλία)
Κύριο όνομα
Κρητιδική θηλυκό
- (παλαιοντολογία, γεωλογία) γεωλογική περίοδος του Μεσοζωικού αιώνα που ξεκίνησε 145 εκατομμύρια χρόνια πριν και τελείωσε 66 εκατομμύρια χρόνια πριν
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.