ψιλο-
Νέα ελληνικά (el)
Πρόθημα
ψιλο-, ψιλό- ή ψιλ- μερικές φορές πριν από φωνήεν
- α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι κάτι:
- υπάρχει ή γίνεται σε μικρά κομμάτια, ή πολύ λεπτό
- προκύπτει μετά από προσεκτική επεξεργασία
- (υποκοριστική σημασία)είναι ασήμαντο, γίνεται σε μικρό βαθμό
- γίνεται με επανάληψη, αλλά σε μικρό βαθμό
- ψιλοψάχνω
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψιλο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψιλό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψιλ- στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- ψιλο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.