ψιλοδουλειά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψιλοδουλειά οι ψιλοδουλειές
      γενική της ψιλοδουλειάς των ψιλοδουλειών
    αιτιατική την ψιλοδουλειά τις ψιλοδουλειές
     κλητική ψιλοδουλειά ψιλοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψιλοδουλειά < ψιλο- + δουλειά

Προφορά

ΔΦΑ : /psi.lo.ðuˈʎa/

Ουσιαστικό

ψιλοδουλειά θηλυκό

  1. εργασία που προϋποθέτει προσοχή κι επιμονή στις λεπτομέρειες και λεπτούς χειρισμούς
  2. (συνεκδοχικά) ό,τι προκύπτει από την παραπάνω εργασία
  3. απασχόληση περιστασιακή και μικρής σημασίας
  4. η μικρή κι ασήμαντη εμπορική επιχείρηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.