ψιλοαλέθω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψιλοαλέθω < ψιλο- + αλέθω

Ρήμα

ψιλοαλέθω, αόρ.: ψιλοάλεσα, παθ.φωνή: ψιλοαλέθομαι, π.αόρ.: ψιλοαλέστηκα, μτχ.π.π.: ψιλοαλεσμένος

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.