ψιλο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψιλο- < θέμα του ψιλ(ός) + -ο- [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /psi.lo/
ομόηχο: ψηλο-

Πρόθημα

ψιλο-, ψιλό- ή ψιλ- μερικές φορές πριν από φωνήεν

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψιλο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψιλό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψιλ- στο Βικιλεξικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.