ψιλούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψιλούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψιλοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ψιλόομαι, ενεργητική φωνή ψιλόω (απογυμνώνω)
Ρήμα
ψιλούμαι
Σημειώσεις
- το γ΄ πρόσωπο εν χρήσει: ψιλούται (ψιλοῦται),
- παρατατικός εψιλούτο (ἐψιλοῦτο) ή ψιλούνταν
- οι υπόλοιποι τύποι περιφραστικά με το «παίρνω ψιλή»
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ψιλούμαι
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.