δασύνομαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ρήμα
δασύνομαι
παθητική φωνή
του ρήματος
δασύνω
(
για λέξεις στο πολυτονικό σύστημα
) παίρνω
δασεία
όλες οι λέξεις που αρχίζουν από ύψιλον
δασύνονται
≠
αντώνυμα
:
ψιλούμαι
Συγγενικά
δασυνόμενος
δάσυνση
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.