byte
Διαγλωσσικοί όροι
Ετυμολογία
- byte < (άμεσο δάνειο) αγγλική byte
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- byte < ο όρος επινοήθηκε από τον Werner Buchholz το 1956
Ουσιαστικό
byte (en)
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (Αθήνα 2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2005: Β' έκδοση), σελ. 1988.
- «δυφιοσυλλαβή», «δυφιοπλειάδα» από αναζήτηση «byte» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.