byte

Διαγλωσσικοί όροι

Ετυμολογία

byte < (άμεσο δάνειο) αγγλική byte

Προφορά

ΔΦΑ : /baɪt/
ομόηχα: bite, bight

Ουσιαστικό

byte (en)

Υπερώνυμα

  • (επιστήμη υπολογιστών, προγραμματισμός) primitive type



Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

byte < ο όρος επινοήθηκε από τον Werner Buchholz το 1956

Προφορά

ΔΦΑ : /baɪt/
ομόηχα: bite, bight

Ουσιαστικό

byte (en)

Συνώνυμα

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

  • byte στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (Αθήνα 2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2005: Β' έκδοση), σελ. 1988.
  2. «δυφιοσυλλαβή», «δυφιοπλειάδα» από αναζήτηση «byte» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.