ψευδοεπιστημονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψευδοεπιστημονικός η ψευδοεπιστημονική το ψευδοεπιστημονικό
      γενική του ψευδοεπιστημονικού της ψευδοεπιστημονικής του ψευδοεπιστημονικού
    αιτιατική τον ψευδοεπιστημονικό την ψευδοεπιστημονική το ψευδοεπιστημονικό
     κλητική ψευδοεπιστημονικέ ψευδοεπιστημονική ψευδοεπιστημονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψευδοεπιστημονικοί οι ψευδοεπιστημονικές τα ψευδοεπιστημονικά
      γενική των ψευδοεπιστημονικών των ψευδοεπιστημονικών των ψευδοεπιστημονικών
    αιτιατική τους ψευδοεπιστημονικούς τις ψευδοεπιστημονικές τα ψευδοεπιστημονικά
     κλητική ψευδοεπιστημονικοί ψευδοεπιστημονικές ψευδοεπιστημονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψευδοεπιστημονικός < ψευδο- + επιστημονικός

Επίθετο

ψευδοεπιστημονικός, -ή, -ό

  1. που χαρκτηρίζεται από μια επίφαση επιστημονικότητας, στην πραγματικότητα όμως δεν έχει καμία σχέση με την επιστήμη
    ψευδοεπιστημονικές θεωρίες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.