επίφαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επίφαση | οι | επιφάσεις |
| γενική | της | επίφασης* | των | επιφάσεων |
| αιτιατική | την | επίφαση | τις | επιφάσεις |
| κλητική | επίφαση | επιφάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιφάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίφαση < (ελληνιστική κοινή) ἐπίφασις < ἐπιφαίνω < ἐπί +φαίνω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.