ψεσινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψεσινός | η | ψεσινή | το | ψεσινό |
| γενική | του | ψεσινού | της | ψεσινής | του | ψεσινού |
| αιτιατική | τον | ψεσινό | την | ψεσινή | το | ψεσινό |
| κλητική | ψεσινέ | ψεσινή | ψεσινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψεσινοί | οι | ψεσινές | τα | ψεσινά |
| γενική | των | ψεσινών | των | ψεσινών | των | ψεσινών |
| αιτιατική | τους | ψεσινούς | τις | ψεσινές | τα | ψεσινά |
| κλητική | ψεσινοί | ψεσινές | ψεσινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψεσινός < μεσαιωνική ελληνική ὀψές και ἐψές < αρχαία ελληνική ὀψέ ("αργά το βράδυ" και "μετά από καιρό")
Επίθετο
ψεσινός, ή, ό (και εψεσινός, εψεσινή, εψεσινό)
- (παρωχημένο) και (λαϊκότροπο) λέξη για το χτεσινός
- → δείτε τη λέξη χτεσινός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.