μάργα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μάργα | οι | μάργες |
| γενική | της | μάργας | των | μαργών |
| αιτιατική | τη | μάργα | τις | μάργες |
| κλητική | μάργα | μάργες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μάργα < (λόγιο δάνειο) λατινική marga (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
μάργα θηλυκό
- (γεωλογία, ορυκτολογία) μαλακό ιζηματογενές πέτρωμα, με ποικίλη σύσταση, που απαντάται σε ακτές υδάτινων όγκων
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.