χωριατιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωριατιά οι χωριατιές
      γενική της χωριατιάς των χωριατιών
    αιτιατική τη χωριατιά τις χωριατιές
     κλητική χωριατιά χωριατιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωριατιά < χωριάτης + -ιά

Ουσιαστικό

χωριατιά θηλυκό

  1. η ιδιότητα του χωριάτη, του άξεστου και χωρίς τρόπους ανθρώπου
  2. άξεστος λόγος ή πράξη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.