χωραΐτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωραΐτης οι χωραΐτες
      γενική του χωραΐτη των χωραϊτών
    αιτιατική τον χωραΐτη τους χωραΐτες
     κλητική χωραΐτη χωραΐτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωραΐτης < χώρα (χώρα είναι η πρωτεύουσα της νήσου)

Ουσιαστικό

χωραΐτης αρσενικό

  1. κάτοικος της χώρας του νησιού ή γενικά ο κάτοικος μεγαλύτερης πόλης σε σύγκριση με κάποια άλλη
  2. (κυπριακά) στην Κύπρο, ο Λευκωσιάτης, άτομο με καταγωγή από την Λευκωσία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.