χωραΐτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χωραΐτης | οι | χωραΐτες |
| γενική | του | χωραΐτη | των | χωραϊτών |
| αιτιατική | τον | χωραΐτη | τους | χωραΐτες |
| κλητική | χωραΐτη | χωραΐτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χωραΐτης αρσενικό
- κάτοικος της χώρας του νησιού ή γενικά ο κάτοικος μεγαλύτερης πόλης σε σύγκριση με κάποια άλλη
- (κυπριακά) στην Κύπρο, ο Λευκωσιάτης, άτομο με καταγωγή από την Λευκωσία
Μεταφράσεις
χωραΐτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.