χωματουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωματουργία οι χωματουργίες
      γενική της χωματουργίας των χωματουργιών
    αιτιατική τη χωματουργία τις χωματουργίες
     κλητική χωματουργία χωματουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωματουργία < χωματ- + -ουργία

Ουσιαστικό

χωματουργία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.