χωματουργία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χωματουργία | οι | χωματουργίες |
| γενική | της | χωματουργίας | των | χωματουργιών |
| αιτιατική | τη | χωματουργία | τις | χωματουργίες |
| κλητική | χωματουργία | χωματουργίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χωματουργία θηλυκό
- (επίσημο) κλάδος τεχνικών έργων που ασχολείται με την εκτέλεση χωματουργικών εργασιών
Συγγενικά
- χωματουργός
- χωματουργικός
- → δείτε και τις λέξεις χώμα και έργο
Μεταφράσεις
χωματουργία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.