λεκτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
λεκτικά
<
λεκτικός
Επίρρημα
λεκτικά
με το
λόγο
κάτι τύποι προκαλούσαν
λεκτικά
τις κοπέλες που περνούσαν
Μεταφράσεις
λεκτικά
γαλλικά
:
verbalement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
λεκτικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
λεκτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.