χρονοχρέωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονοχρέωση οι χρονοχρεώσεις
      γενική της χρονοχρέωσης των χρονοχρεώσεων
    αιτιατική τη χρονοχρέωση τις χρονοχρεώσεις
     κλητική χρονοχρέωση χρονοχρεώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρονοχρέωση < χρόνος + χρέωση

Ουσιαστικό

χρονοχρέωση θηλυκό

  • η χρέωση ανάλογα με το χρόνο διάρκειας κατά τον οποίον παρέχεται μια υπηρεσία ή που διαρκεί η κατανάλωση κάποιου παρεχόμενου αγαθού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.