ογκοχρέωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ογκοχρέωση | οι | ογκοχρεώσεις |
| γενική | της | ογκοχρέωσης | των | ογκοχρεώσεων |
| αιτιατική | την | ογκοχρέωση | τις | ογκοχρεώσεις |
| κλητική | ογκοχρέωση | ογκοχρεώσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ογκοχρέωση θηλυκό
- (επικοινωνίες) χρέωση με βάση τον όγκο των μεταβιβαζόμενων δεδομένων, συνήθως μόνο αυτών που λαμβάνουμε
Μεταφράσεις
ογκοχρέωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.