χρονολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρονολόγιο τα χρονολόγια
      γενική του χρονολόγιου
& χρονολογίου
των χρονολόγιων
& χρονολογίων
    αιτιατική το χρονολόγιο τα χρονολόγια
     κλητική χρονολόγιο χρονολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρονολόγιο < χρονο(ς) + -λόγιο

Ουσιαστικό

χρονολόγιο ουδέτερο

  1. (αστρονομία) κατάλογος που καταγράφει τη θέση διαφόρων ουρανίων σωμάτων σε κάποιο χρονικό διάστημα
    • Το πληρέστερο αρχαιότερο μηχανικό χρονολόγιο που βρέθηκε στον ελλαδικό χώρο είναι ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων. Το όνομα που του δόθηκε είναι βλακώδες αφού κι ο δονητής μηχανισμός είναι. Καταλληλότερη ονομασία θα ήταν: "Χρονολόγιο των Αντικυθήρων".
  2. κατάλογος που καταγράφει κάποια γεγονότα καθώς και τις ημερομηνίες που αυτά συνέβησαν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.