χρονογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρονογραφικός | η | χρονογραφική | το | χρονογραφικό |
| γενική | του | χρονογραφικού | της | χρονογραφικής | του | χρονογραφικού |
| αιτιατική | τον | χρονογραφικό | τη | χρονογραφική | το | χρονογραφικό |
| κλητική | χρονογραφικέ | χρονογραφική | χρονογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρονογραφικοί | οι | χρονογραφικές | τα | χρονογραφικά |
| γενική | των | χρονογραφικών | των | χρονογραφικών | των | χρονογραφικών |
| αιτιατική | τους | χρονογραφικούς | τις | χρονογραφικές | τα | χρονογραφικά |
| κλητική | χρονογραφικοί | χρονογραφικές | χρονογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χρονογραφικός < (καθαρεύουσα) < χρονογράφ(ος), χρονογραφ(ία) + -ικός [1]
Παράγωγα
Μεταφράσεις
χρονογραφικός
|
|
Αναφορές
- χρονογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «χρονογραφία», σημείωση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.