χουχούλιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χουχούλιασμα τα χουχουλιάσματα
      γενική του χουχουλιάσματος των χουχουλιασμάτων
    αιτιατική το χουχούλιασμα τα χουχουλιάσματα
     κλητική χουχούλιασμα χουχουλιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χουχούλιασμα < χουχουλιάζω + -μα < (ηχομιμητική λέξη)

Προφορά

ΔΦΑ : /xuˈxu.ʎa.zma/

Ουσιαστικό

χουχούλιασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.