χουντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χουντικός | η | χουντική | το | χουντικό |
| γενική | του | χουντικού | της | χουντικής | του | χουντικού |
| αιτιατική | τον | χουντικό | τη | χουντική | το | χουντικό |
| κλητική | χουντικέ | χουντική | χουντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χουντικοί | οι | χουντικές | τα | χουντικά |
| γενική | των | χουντικών | των | χουντικών | των | χουντικών |
| αιτιατική | τους | χουντικούς | τις | χουντικές | τα | χουντικά |
| κλητική | χουντικοί | χουντικές | χουντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
χουντικός -ή -ό (πολιτική)
- ο σχετικός με τη χούντα
- που συμμετείχε στη συγκρότηση της στρατιωτικής χούντας του 1967 ή υπηρέτησε ενεργά τη δικτατορία
- που υποστηρίζει τη χούντα
Σύνθετα
- βασιλοχουντικός
Μεταφράσεις
χουντικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.