κουβαρντού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουβαρντού οι κουβαρντούδες
      γενική της κουβαρντούς των κουβαρντούδων
    αιτιατική την κουβαρντού τις κουβαρντούδες
     κλητική κουβαρντού κουβαρντούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουβαρντού < κουβαρντ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.vaɾˈdu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουβαρντού

Ουσιαστικό

κουβαρντού θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χουβαρντάς

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.