χοροστάσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χοροστάσι | τα | χοροστάσια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | χοροστάσι | τα | χοροστάσια |
| κλητική | χοροστάσι | χοροστάσια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χοροστάσι < χορο- + -στάσι.[1] Δείτε και τη μεσαιωνική ελληνική χοροστάσιον[2] < αρχαία ελληνική χοροστάτης < χορός + ἵστημι
Προφορά
- ΔΦΑ : /xo.ɾoˈsta.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ρο‐στά‐σι
Ουσιαστικό
χοροστάσι ουδέτερο
Μεταφράσεις
χοροστάσι
|
|
Αναφορές
- χοροστάσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χοροστάσιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.