χοροδιδάσκαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χοροδιδάσκαλος οι χοροδιδάσκαλοι
      γενική του χοροδιδάσκαλου
& χοροδιδασκάλου
των χοροδιδάσκαλων
& χοροδιδασκάλων
    αιτιατική τον χοροδιδάσκαλο τους χοροδιδάσκαλους
& χοροδιδασκάλους
     κλητική χοροδιδάσκαλε χοροδιδάσκαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χοροδιδάσκαλος < αρχαία ελληνική χοροδιδάσκαλος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική maître-à-danser[1])

Ουσιαστικό

χοροδιδάσκαλος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.