χορογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χορογράφος οι χορογράφοι
      γενική του/της χορογράφου των χορογράφων
    αιτιατική τον/τη χορογράφο τους/τις χορογράφους
     κλητική χορογράφε χορογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χορογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chorégraphe < chorégraphie < χορο- + -γραφία

Προφορά

ΔΦΑ : /xo.ɾoˈɣɾa.fos/
ομόηχο: χωρογράφος

Ουσιαστικό

χορογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.