χορογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | χορογράφος | οι | χορογράφοι |
| γενική | του/της | χορογράφου | των | χορογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | χορογράφο | τους/τις | χορογράφους |
| κλητική | χορογράφε | χορογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χορογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chorégraphe < chorégraphie < χορο- + -γραφία
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις χορογραφία, χορός και γράφω
Μεταφράσεις
χορογράφος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.