χορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χορικός | η | χορική | το | χορικό |
| γενική | του | χορικού | της | χορικής | του | χορικού |
| αιτιατική | τον | χορικό | τη | χορική | το | χορικό |
| κλητική | χορικέ | χορική | χορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χορικοί | οι | χορικές | τα | χορικά |
| γενική | των | χορικών | των | χορικών | των | χορικών |
| αιτιατική | τους | χορικούς | τις | χορικές | τα | χορικά |
| κλητική | χορικοί | χορικές | χορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χορικός < αρχαία ελληνική χορικός (ο σχετικός με το χορό)
Επίθετο
χορικός
Μεταφράσεις
χορικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.