χορδιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χορδιστής | οι | χορδιστές |
| γενική | του | χορδιστή | των | χορδιστών |
| αιτιατική | τον | χορδιστή | τους | χορδιστές |
| κλητική | χορδιστή | χορδιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xoɾ.ðiˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χορ‐δι‐στής
Ουσιαστικό
χορδιστής αρσενικό (θηλυκό χορδίστρια)
- (επάγγελμα) ειδικός στο κούρδισμα μουσικών οργάνων
Μεταφράσεις
χορδιστής
|
|
Αναφορές
- χορδιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.