χορδίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χορδίστρια | οι | χορδίστριες |
| γενική | της | χορδίστριας | των | χορδιστριών |
| αιτιατική | τη | χορδίστρια | τις | χορδίστριες |
| κλητική | χορδίστρια | χορδίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χορδίστρια < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
χορδίστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.