χλαπαταγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλαπαταγή οι χλαπαταγές
      γενική της χλαπαταγής των χλαπαταγών
    αιτιατική τη χλαπαταγή τις χλαπαταγές
     κλητική χλαπαταγή χλαπαταγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χλαπαταγή < όχλος + πάταγος +

Προφορά

ΔΦΑ : /xla.pa.taˈʝi/

Ουσιαστικό

χλαπαταγή θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.