χιτλερικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χιτλερικός | η | χιτλερική | το | χιτλερικό |
| γενική | του | χιτλερικού | της | χιτλερικής | του | χιτλερικού |
| αιτιατική | τον | χιτλερικό | τη | χιτλερική | το | χιτλερικό |
| κλητική | χιτλερικέ | χιτλερική | χιτλερικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χιτλερικοί | οι | χιτλερικές | τα | χιτλερικά |
| γενική | των | χιτλερικών | των | χιτλερικών | των | χιτλερικών |
| αιτιατική | τους | χιτλερικούς | τις | χιτλερικές | τα | χιτλερικά |
| κλητική | χιτλερικοί | χιτλερικές | χιτλερικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
χιτλερικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον Αδόλφο Χίτλερ ή αναφέρεται σ' αυτόν
- που είναι οπαδός, υποστηρικτής του Α. Χίτλερ και των απόψεών του
- που σχετίζεται με το καθεστώς του Α. Χίτλερ ή αναφέρεται σε αυτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.