νερόχιονο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νερόχιονο τα νερόχιονα
      γενική του νερόχιονου των νερόχιονων
    αιτιατική το νερόχιονο τα νερόχιονα
     κλητική νερόχιονο νερόχιονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νερόχιονο < νερο- + χιόν(ι) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /neˈɾo.ço.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νερόχιονο

Ουσιαστικό

νερόχιονο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • νερόχιονο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.