χιονάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χιονάτος | η | χιονάτη | το | χιονάτο |
| γενική | του | χιονάτου | της | χιονάτης | του | χιονάτου |
| αιτιατική | τον | χιονάτο | τη | χιονάτη | το | χιονάτο |
| κλητική | χιονάτε | χιονάτη | χιονάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χιονάτοι | οι | χιονάτες | τα | χιονάτα |
| γενική | των | χιονάτων | των | χιονάτων | των | χιονάτων |
| αιτιατική | τους | χιονάτους | τις | χιονάτες | τα | χιονάτα |
| κλητική | χιονάτοι | χιονάτες | χιονάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χιονάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χιονάτος < χιόν(ι) + -άτος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /çoˈna.tos/
Επίθετο
χιονάτος
- κάτασπρος, άσπρος σαν το χιόνι
- το χιονάτο πουκάμισό του γυάλιζε στον ήλιο
Μεταφράσεις
χιονάτος
|
|
Αναφορές
- χιονάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.