χιλιόχρονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιλιόχρονος η χιλιόχρονη το χιλιόχρονο
      γενική του χιλιόχρονου της χιλιόχρονης του χιλιόχρονου
    αιτιατική τον χιλιόχρονο τη χιλιόχρονη το χιλιόχρονο
     κλητική χιλιόχρονε χιλιόχρονη χιλιόχρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιλιόχρονοι οι χιλιόχρονες τα χιλιόχρονα
      γενική των χιλιόχρονων των χιλιόχρονων των χιλιόχρονων
    αιτιατική τους χιλιόχρονους τις χιλιόχρονες τα χιλιόχρονα
     κλητική χιλιόχρονοι χιλιόχρονες χιλιόχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χιλιόχρονος < χίλια και χρόνος

Επίθετο

χιλιόχρονος

  1. για κάτι που είχε διάρκεια χιλίων ετών
  2. ευχή σε γενέθλια, αντί να τα εκατοστήσεις
    Χιλιόχρονος!!! (: Να ζήσεις χίλια χρόνια!)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.