χειλοδοντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χειλοδοντικός | η | χειλοδοντική | το | χειλοδοντικό |
| γενική | του | χειλοδοντικού | της | χειλοδοντικής | του | χειλοδοντικού |
| αιτιατική | τον | χειλοδοντικό | τη | χειλοδοντική | το | χειλοδοντικό |
| κλητική | χειλοδοντικέ | χειλοδοντική | χειλοδοντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χειλοδοντικοί | οι | χειλοδοντικές | τα | χειλοδοντικά |
| γενική | των | χειλοδοντικών | των | χειλοδοντικών | των | χειλοδοντικών |
| αιτιατική | τους | χειλοδοντικούς | τις | χειλοδοντικές | τα | χειλοδοντικά |
| κλητική | χειλοδοντικοί | χειλοδοντικές | χειλοδοντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χειλοδοντικός < χειλικός + οδοντικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική labiodental
Επίθετο
χειλοδοντικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
χειλοδοντικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.