χαψιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαψιά οι χαψιές
      γενική της χαψιάς των χαψιών
    αιτιατική τη χαψιά τις χαψιές
     κλητική χαψιά χαψιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαψιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χαψιά θηλυκό

  1. η ενέργεια του χάβω
  2. η μπουκιά
  3. (μεταφορικά) πολύ μικρή ποσότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.