κολάζ
Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία
- κολάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική collage < coller + -age < colle < δημώδης λατινική colla < αρχαία ελληνική κόλλα (αντιδάνειο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈlaz/
Ουσιαστικό
κολάζ ουδέτερο άκλιτο
- (τέχνη) καλλιτέχνημα που προκύπτει απ’ τη σύνθεση και επικόλληση ποικίλων υλικών πάνω σε μια επιφάνεια και ενίοτε συνδυάζει σχέδιο ή ζωγραφική
Συνώνυμα
-
κολάζ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.